λαμπυρίδες

λαμπυρίδες
Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων. Βλ. λ. πυγολαμπίδα.
* * *
οι
ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lampyridae < lampyris (< λατ. lampyris < λάμπω) + κατάλ. -idae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαμπυρίδες — λαμπυρίς glow worm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρόρριζα — η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας λαμπυρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamprorhiza < lampro (< λαμπρός) + rhiza (< ρίζα)] …   Dictionary of Greek

  • λαμπυρίδα — και λαμπυρίς, η (AM λαμπυρίς, ίδος) γένος κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια λαμπυρίδες, κυ. πυγολαμπίδα, κολοφωτιά μσν. η φλόγα τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπυλίς, με ανομοίωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”